- καλοθρεμμένος
- -η, -ο [τρέφω](για ανθρώπους ή ζώα και για καρπούς, κυρίως σιτηρών) θρεμμένος καλά, εύσαρκος, παχύς, ευτραφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοθρεμμένος — η, ο καλά θρεμμένος, παχύς: Δεν μπορείς να τα βάλεις μ αυτόν τον καλοθρεμμένο νέο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… … Dictionary of Greek
απαλοτρεφής — ἁπαλοτρεφής ( οῡς), ές (AM) καλοθρεμμένος, παχύς … Dictionary of Greek
βοσκάδιος — βοσκάδιος, α, ον (Α) [βοσκάς] καλοθρεμμένος, παχύς … Dictionary of Greek
επίθρεπτος — ἐπίθρεπτος, ον (Α) καλοθρεμμένος, ευτραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρεπτός (ρηματικό επίθ. τού τρέφω)] … Dictionary of Greek
ευανάτροφος — εὐανάτροφος, ον (Α) ο καλοθρεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + ανα τροφος (< ανατρέφω)] … Dictionary of Greek
ευπηγής — εὐπηγής, ές και δωρ. τ. εὐπαγής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός 2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός 3. στερεός, καλά κατασκευασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περι… … Dictionary of Greek
ευσιτώ — εὐσιτῶ, έω (Α) [εύσιτος] 1. έχω καλή όρεξη 2. είμαι καλοθρεμμένος … Dictionary of Greek
ευτραφής — ές (ΑΜ εὐτραφής, ές) καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος αρχ. 1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη 2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές η ευτροφία. επίρρ... ευτραφώς (ΑΜ… … Dictionary of Greek
ευτρεφής — εὐτρεφής, και επικ. τ. ἐϋτρεφής, ές (Α) 1. ευτραφής, καλοθρεμμένος 2. θρεπτικός, αυτός που τρέφει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ τρεφής] … Dictionary of Greek